- ταλαπενθής
- τᾰλᾰ-πενθής, ές,A bearing great griefs, patient in woe,
θυμός Od. 5.222
; of persons,φωτός B.5.157
.2 of things, toilsome,ὑσμῖναι Panyas.12.5
; woeful,ἀγγελία B.15.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυμός Od. 5.222
; of persons,φωτός B.5.157
.ὑσμῖναι Panyas.12.5
; woeful,ἀγγελία B.15.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταλαπενθής — bearing great griefs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπενθής — ές, Α 1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός 2. κοπιώδης, κοπιαστικός 3. θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
ταλαπενθέα — ταλαπενθής bearing great griefs neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ταλαπενθής bearing great griefs masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπενθέας — ταλαπενθής bearing great griefs masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπενθέος — ταλαπενθής bearing great griefs masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… … Dictionary of Greek